- περιᾴδων
- περϊᾴδων , περιᾴδωgo about singingpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιάδω — ΝΜΑ περιφέρομαι τραγουδώντας («ἔνδοθεν αύτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶ, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῑα», Λουκιαν.) μσν. αρχ. παθ. περιάδομαι φημίζομαι («Σοφοκλῆς περιᾴδεται... δεινὸς εἶναι σφαιρίσαι», Ευστ.) αρχ. παθ. ηχεί βόμβος γύρω… … Dictionary of Greek